αγύριστος — η, ο 1. (για τόπο) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν γυρίσει, να τόν περιδιαβεί, ο εκτεταμένος, ο απέραντος 2. αυτός που δεν γύρισε, δεν επέστρεψε, δεν επανήλθε 3. αυτός που δεν επιστρέφεται ή δεν έχει επιστραφεί, ο ανεπίστρεπτος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
αγυριστιά — η [αγύριστος] 1. η μη επάνοδος (στο σπίτι, στην πατρίδα κ.α.) 2. τόπος από τον οποίο δεν επιστρέφει κανείς, ο αγύριστος … Dictionary of Greek
αδίαυλος — ἀδίαυλος, ον (Α) [δίαυλος] ο χωρίς δρόμο γυρισμού με ειδικότερη χρήση για τον Άδη, ο «αγύριστος» … Dictionary of Greek
αμεταστρεφής — ἀμεταστρεφής, ές (Μ) [μεταστρέφω] (για τόπο) αυτός που δεν παρέχει δυνατότητα επιστροφής, ο χωρίς επιστροφή, αγύριστος … Dictionary of Greek
ανανταπόδοτος — η, ο (Μ ἀνανταπόδοτος, ον) [ἀνταποδίδω] το ουδ. ως ουσ. το ανανταπόδοτο(ν) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραλείπεται ως ευνόητη η απόδοση υποθετικού λόγου, σχήματα λογού νεοελλ. αυτός που δεν ανταποδόθηκε, αναπόδοτος, ανεπίστρεπτος, αγύριστος … Dictionary of Greek
ανεγύριγος — η, ο (κ. ανεγύριστος) [γυρίζω] 1. αγύριστος, χωρίς επιστροφή 2. φρ. «δρόμος ανεγύριγος» ο θάνατος … Dictionary of Greek